Με λένε Γιώτα Χουλιάρα και η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή.
Είναι μια από εκείνες τις ιστορίες καθημερινής τρέλας και εξαθλίωσης που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα του 2012. Στην Ελλάδα των άνεργων, των νεόπτωχων, των άστεγων. Στην Ελλάδα που έχει χωριστεί στα δυο, στους έχοντες και στους άθλιους.
Είναι Παρασκευή 5 του Οκτώβρη και ένας Έλληνας από την Κόρινθο μετακινείται στους Αγίους Θεοδώρους με τη μηχανή του. Είναι βιαστικός, πρέπει να προλάβει να παραδώσει τα ανταλλακτικά από το συνεργείο του στο συνεργείο που συνεργάζονται , να επιστρέψει πίσω και να κάνει ένα σωρό δουλειές που του έχει πει το αφεντικό. Σκέφτεται πως θα ήθελε να τελειώσει νωρίς σήμερα. Παρασκευή, αρχές του μήνα, είχε πληρωθεί και έλεγε μήπως πήγαινε τη γυναίκα του και τον γιο του μια βόλτα. Τα οικονομικά τους δύσκολα, όπως όλων αλλά , χαλάλι, ας αφιέρωνε 20 ευρώ για μια βόλτα και ένα καφέ στη παραλία. Να νιώσουν ξανά άνθρωποι, να νιώσουν ότι ζουν κι όχι ότι επιβιώνουν.
Σκεφτόμενος όλα αυτά, είχε φτάσει ήδη στους Αγ. Αναργύρους. Σταμάτησε στο φανάρι έξω από το σχολείο και έβλεπε τα παιδιά να περνούν το δρόμο τρέχοντας. Ήταν μεσημέρι, είχε τελειώσει το μάθημα, μερικά αγοράκια έτρεχαν ξέγνοιαστα. Χαμογέλασε.Θυμήθηκε τα δικά του παιδικά χρόνια. Παιχνίδια με τον αδερφό του και τα ξαδέρφια του, σκανταλιές........όμορφες θύμησες κυριάρχησαν στο μυαλό του. Συνεπαρμένος από τις δικές του μνήμες , συνέχισε να κοιτάει τα παιδιά όταν εντελώς ξαφνικά είδε το τελευταίο αγοράκι να σωριάζεται στη μέση του δρόμου. Παράτησε τη μηχανή του και με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά στο παιδί.
Ο μικρός ανέπνεε κανονικά, σωριασμένος στο δρόμο, είχε χτυπήσει ελαφρά από την πτώση, τα υπόλοιπα αγόρια έντρομα γύρω του ούρλιαζαν ότι δεν τον είχαν σπρώξει. Ο άντρας προσπάθησε να τα ηρεμήσει λέγοντας τους πως είδε ότι ο μικρός τους φίλος είχε πέσει μόνος του ξαφνικά και χωρίς να γλιστρήσει. Ενώ καλούσε το ΕΚΑΒ, έδωσε τις πρώτες βοήθειες στο παιδί- εθελοντής διασώστης και ο ίδιος. Παρατήρησε ότι ο κοιλιά του αγοριού- ο μικρός ήταν εξαιρετικά αδύνατος- έκανε περίεργες συσπάσεις και γουργούριζε. Κατάλαβε.....
Η γειτονιά ειδοποίησε τη μητέρα.... όταν την είδε να έρχεται προς το μέρος του κατάλαβε.
Θύμωσε με τον εαυτό του , θύμωσε γιατί θα μπορούσε να ήταν το δικό του παιδί. Θύμωσε γιατί σκέφτηκε πως υπάρχουν και θα υπάρξουν κι άλλα παιδιά που θα λιποθυμούν κι η κοιλιά τους θα είναι άδεια.
Το ΕΚΑΒ πήρε το αγόρι. Θα τον περιποιηθούμε εμείς του είπε η κοπέλα από το ασθενοφόρο.
Ευχαριστώ ψέλλισε η μάνα πριν ακολουθήσει τον μικρό της. Ήθελε να βγάλει το πορτοφόλι του να της δώσει λεφτά, πήγε να κάνει την κίνηση, είδε την περηφάνεια στο βλέμμα της. Κούνησε απλά το κεφάλι του και ορκίστηκε πως έπρεπε να κάνει κάτι.....
Γυρνώντας προς Κόρινθο η ψυχή του ούρλιαζε: Ως πότε;;;
Για ευνόητους λόγους αποσωπιούνται τα ονόματα. Τον άντρα μπορείτε απλά να τον αποκαλείτε ο Σ.
Είναι μια από εκείνες τις ιστορίες καθημερινής τρέλας και εξαθλίωσης που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα του 2012. Στην Ελλάδα των άνεργων, των νεόπτωχων, των άστεγων. Στην Ελλάδα που έχει χωριστεί στα δυο, στους έχοντες και στους άθλιους.
Είναι Παρασκευή 5 του Οκτώβρη και ένας Έλληνας από την Κόρινθο μετακινείται στους Αγίους Θεοδώρους με τη μηχανή του. Είναι βιαστικός, πρέπει να προλάβει να παραδώσει τα ανταλλακτικά από το συνεργείο του στο συνεργείο που συνεργάζονται , να επιστρέψει πίσω και να κάνει ένα σωρό δουλειές που του έχει πει το αφεντικό. Σκέφτεται πως θα ήθελε να τελειώσει νωρίς σήμερα. Παρασκευή, αρχές του μήνα, είχε πληρωθεί και έλεγε μήπως πήγαινε τη γυναίκα του και τον γιο του μια βόλτα. Τα οικονομικά τους δύσκολα, όπως όλων αλλά , χαλάλι, ας αφιέρωνε 20 ευρώ για μια βόλτα και ένα καφέ στη παραλία. Να νιώσουν ξανά άνθρωποι, να νιώσουν ότι ζουν κι όχι ότι επιβιώνουν.
Σκεφτόμενος όλα αυτά, είχε φτάσει ήδη στους Αγ. Αναργύρους. Σταμάτησε στο φανάρι έξω από το σχολείο και έβλεπε τα παιδιά να περνούν το δρόμο τρέχοντας. Ήταν μεσημέρι, είχε τελειώσει το μάθημα, μερικά αγοράκια έτρεχαν ξέγνοιαστα. Χαμογέλασε.Θυμήθηκε τα δικά του παιδικά χρόνια. Παιχνίδια με τον αδερφό του και τα ξαδέρφια του, σκανταλιές........όμορφες θύμησες κυριάρχησαν στο μυαλό του. Συνεπαρμένος από τις δικές του μνήμες , συνέχισε να κοιτάει τα παιδιά όταν εντελώς ξαφνικά είδε το τελευταίο αγοράκι να σωριάζεται στη μέση του δρόμου. Παράτησε τη μηχανή του και με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά στο παιδί.
Ο μικρός ανέπνεε κανονικά, σωριασμένος στο δρόμο, είχε χτυπήσει ελαφρά από την πτώση, τα υπόλοιπα αγόρια έντρομα γύρω του ούρλιαζαν ότι δεν τον είχαν σπρώξει. Ο άντρας προσπάθησε να τα ηρεμήσει λέγοντας τους πως είδε ότι ο μικρός τους φίλος είχε πέσει μόνος του ξαφνικά και χωρίς να γλιστρήσει. Ενώ καλούσε το ΕΚΑΒ, έδωσε τις πρώτες βοήθειες στο παιδί- εθελοντής διασώστης και ο ίδιος. Παρατήρησε ότι ο κοιλιά του αγοριού- ο μικρός ήταν εξαιρετικά αδύνατος- έκανε περίεργες συσπάσεις και γουργούριζε. Κατάλαβε.....
Η γειτονιά ειδοποίησε τη μητέρα.... όταν την είδε να έρχεται προς το μέρος του κατάλαβε.
Θύμωσε με τον εαυτό του , θύμωσε γιατί θα μπορούσε να ήταν το δικό του παιδί. Θύμωσε γιατί σκέφτηκε πως υπάρχουν και θα υπάρξουν κι άλλα παιδιά που θα λιποθυμούν κι η κοιλιά τους θα είναι άδεια.
Το ΕΚΑΒ πήρε το αγόρι. Θα τον περιποιηθούμε εμείς του είπε η κοπέλα από το ασθενοφόρο.
Ευχαριστώ ψέλλισε η μάνα πριν ακολουθήσει τον μικρό της. Ήθελε να βγάλει το πορτοφόλι του να της δώσει λεφτά, πήγε να κάνει την κίνηση, είδε την περηφάνεια στο βλέμμα της. Κούνησε απλά το κεφάλι του και ορκίστηκε πως έπρεπε να κάνει κάτι.....
Γυρνώντας προς Κόρινθο η ψυχή του ούρλιαζε: Ως πότε;;;
Για ευνόητους λόγους αποσωπιούνται τα ονόματα. Τον άντρα μπορείτε απλά να τον αποκαλείτε ο Σ.